- θεσμοφοριαζω
- θεσμοφοριάζωсправлять праздник тесмофории
(ἐν τῇ Καδμείᾳ Xen.)
Θεσμοφοριάζουσαι — женщины, справляющие праздник тесмофории (название комедии Аристофана)
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
(ἐν τῇ Καδμείᾳ Xen.)
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
θεσμοφοριάζω — (Α) [θεσμοφόρια] 1. (για γυναίκες) εορτάζω τα θεσμοφόρια 2. (πληθ. θηλ. μτχ. ενεστ. ως ουσ.) Θεσμοφοριάζουσαι τίτλος κωμωδίας τού Αριστοφάνη … Dictionary of Greek
θεσμοφοριαζουσῶν — θεσμοφοριάζω keep the Thesmophoria pres part act fem gen pl (attic epic doric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θεσμοφοριαζούσαις — θεσμοφοριάζω keep the Thesmophoria pres part act fem dat pl (attic epic doric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θεσμοφοριάζειν — θεσμοφοριάζω keep the Thesmophoria pres inf act (attic epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θεσμοφοριάζουσαι — θεσμοφοριάζω keep the Thesmophoria pres part act fem nom/voc pl (attic epic doric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θεσμοφοριαζούσας — θεσμοφοριαζούσᾱς , θεσμοφοριάζω keep the Thesmophoria pres part act fem acc pl (attic epic doric ionic) θεσμοφοριαζούσᾱς , θεσμοφοριάζω keep the Thesmophoria pres part act fem gen sg (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βουκολιάζω — και βουκολιάζομαι και (δωρ. τ.) βωκολιάσδομαι (Α) συνθέτω και τραγουδώ βουκολικά άσματα. [ΕΤΥΜΟΛ. < βουκόλος, κατά τα θεσμοφοριάζω, οργιάζω κ.ά.] … Dictionary of Greek
θεσμοφοριασάσας — θεσμοφοριασά̱σᾱς , θεσμοφοριάζω keep the Thesmophoria aor part act fem acc pl (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)